Careers, Life & More...

Η πρώτη μου μέρα στη Λισαβόνα - Αληθινή ιστορία

barcelos rooster cartoon

Την απόφαση να μετακομίσω στη Λισαβόνα την πήρα πολύ γρήγορα. Χρόνια πριν είχα κάνει ένα ολιγοήμερο ταξίδι και μου άρεσε πάρα πολύ. Μου είχε μείνει στο μυαλό, τα χρώματα και η ατμόσφαιρα της πόλης, τα πλακόστρωτα, οι άνθρωποι, έτσι δε δυσκολεύτηκα και πολύ να τα μαζέψω και να φύγω.

Δε γνώριζα κανέναν, δεν είχα δουλειά και τα πορτογαλικά μου ήταν περιορισμένα, παρόλα αυτά τα ισπανικά μου ήταν άπταιστα, γι' αυτό το λόγο και δεν πτοήθηκα.

Μέσα σε 10 ημέρες έκλεισα εισιτήρια και ξενοίκιασα το σπίτι όπου έμενα γιατί έληγε το συμβόλαιο, τις τελευταίες μέρες με φιλοξένησε μια πολύ καλή φίλη. Ακόμα, βρήκα σπίτι μέσω internet (έμεναν ήδη 3 φοιτητές erasmus), ήταν φθηνό και κοντά στο κέντρο, δε γνώριζα την περιοχή αλλά ήταν πολύ κοντά στο μετρό, οι φωτογραφίες ήταν πολύ ωραίες και θα είχα και 3 συγκάτοικους. Ο ένας από αυτούς, ο πολωνός ήταν πολύ ευγενικός όσες φορές μιλήσαμε στο τηλέφωνο και μέσω e-mail.

Την ημέρα της πτήσης μου ήμουν πολύ χαρούμενη και το ταξίδι ήταν ευχάριστο.

Αφού έφτασα, πήρα τη βαλίτσα μου και βγήκα από το αεροδρόμιο για να πάρω ταξί, η ουρά ήταν μικρή και έτσι ήρθε γρήγορα η σειρά μου. Υπήρχε μια σειρά με κίτρινα ταξί το ένα πίσω από το άλλο, ωστόσο εμένα μου έκανε νόημα ένας νεαρός με μαύρη μερσεντές που ήταν σταθμευμένη απέναντι. Στο αμάξι δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να δηλώνει πως ήταν ταξί. Του έκανα νόημα πως δεν πηγαίνω, αλλά αυτός επέμενε. Σκέφτηκα πως ίσως ήταν πειρατικό, αλλά ότι και αν ήταν δεν είχα σκοπό να μπω μέσα. Αυτός συνέχισε να μου φωνάζει να πάω, ώσπου με πλησίασε ένας αστυνομικός και με ρώτησε γιατί σταματάω την ουρά και δε μπαίνω μέσα στο αυτοκίνητο και του απάντησα νευριασμένη πως αυτό δεν ήταν ταξί. “Ταξί είναι”, μου απάντησε, “μπορείς να μπεις δεν υπάρχει πρόβλημα” και έτσι πλησίασα επιφυλακτικά τη μαύρη μερσεντές.

Τελικά ο οδηγός ήταν πολύ συμπαθητικός και μου εξήγησε πως το αμάξι του λειτουργούσε σαν ταξί, αλλά και σαν ενοικιαζόμενο αμάξι που προσφέρει υπηρεσίες VIP, γι' αυτό το λόγο δεν έγραφε πουθενά πως ήταν ταξί, είχε όμως στο πίσω μέρος ένα σήμα με ένα Α κεφαλαίο που συμβόλιζε πως είναι ενοικιαζόμενο αμάξι (carro de Aluguer στα πορτογαλικά, γι' αυτό είχε και το Α). Συζητήσαμε λιγάκι, αυτός στα πορτογαλικά και εγώ στα πορτογαλο-ισπανικά, μου είπε πως ήταν από τη Μοζαμβίκη, αλλά μεγάλωσε στην Πορτογαλία, του είπα και εγώ για την απόφαση μου να ζήσω στη Λισαβόνα. Κάπου στη μέση της διαδρομής, αφού του είχα δώσει το χαρτί με τη διεύθυνση με ρώτησε αν ήξερα που πήγαινα. Του απάντησα πως δεν είχα ιδέα και πως είχα κλείσει το σπίτι μέσω internet. Εκείνη τη στιγμή γύρισε και με κοίταξε έντονα και μου είπε πως έπρεπε να προσέχω. Κατατρόμαξα. Είπε πως η γειτονιά μου ήταν πολύ επικίνδυνη και πως κάθε φορά που θα έβγαινα στον κεντρικό δρόμο θα έπρεπε να περπατάω από τη δεξιά πλευρά και φυσικά βραδινές τσάρκες μόνη μου ήταν απαγορευτικές.

Όταν φτάσαμε στην πολυκατοικία σιγουρεύτηκε πρώτα πως θα μου ανοίξουν την εξώπορτα και μετά έφυγε. Εγώ ήμουν ήδη τρομοκρατημένη. Η πολυκατοικία ήταν πολύ παλιά και δεν είχε ασανσέρ. Αμέσως κατέβηκε ο συγκάτοικος με τον οποίο μιλούσαμε στο τηλέφωνο για να με βοηθήσει, το διαμέρισμα ήταν στον τρίτο όροφο. Όταν μπήκα μέσα συνειδητοποίησα πως δεν είχε καμία σχέση με την ιδέα που είχα σχηματίσει στο μυαλό μου. Ήταν παλιό και πολύ μεγάλο. Υπήρχε ένας πολύ μακρύς διάδρομος, μια τεράστια σαλοκουζίνα και το σπίτι ήταν τρομερά ακατάστατο και καθόλου καθαρό, βέβαια δε θα έπρεπε να περιμένω κάτι καλύτερο από 3 άντρες συγκατοίκους.

Αφού μου έδειξαν το σπίτι τα παιδιά, με πήγαν και στο δωμάτιο μου, μου είπαν να τακτοποιηθώ και αν χρειαζόμουν βοήθεια να τη ζητήσω.

Το δωμάτιο μου ήταν μεγάλο, αλλά είχε ένα πολύ μικρό παράθυρο και το φως που έμπαινε ήταν ελάχιστο. Επίσης η απόσταση από το δωμάτιο μου μέχρι το μπάνιο ήταν 21 μέτρα...(ναι, την μέτρησα)

Άφησα τη βαλίτσα και κάθισα στο κρεβάτι, εκείνη τη στιγμή μου ήρθαν όλα μαζεμένα στο μυαλό, απελπίστηκα και σκέφτηκα “τι δουλειά έχω εγώ εδώ, γιατί ήρθα;”. Ξάπλωσα για αρκετή ώρα και ενώ προσπαθούσα να βρω λύσεις στο πρόβλημα μου, μου χτύπησαν την πόρτα οι συγκάτοικοι.

Μπήκαν μέσα και με ρώτησαν ενθουσιασμένοι αν μου αρέσουν τα μακαρόνια με κιμά (Σπαγγέτι μπολονεζ, μου είπαν) γιατί ήθελαν να μου ετοιμάσουν δείπνο για να γιορτάσουμε την άφιξή μου. “Τρελαίνομαι για μακαρόνια με κιμά” τους είπα, “Θα φέρουμε και μπόλικο κρασί πόρτο, θα φέρουμε και λευκό να δοκιμάσεις. Επιτέλους και μια γυναίκα στο σπίτι!” είπε ο γάλλος συγκάτοικος με την αστεία αγγλική προφορά του.

Τελικά η γειτονιά ήταν περίεργη και ήθελε προσοχή, αλλά ποτέ δεν είχα κάποιο πρόβλημα.

Τρεις μήνες αργότερα βρήκα δουλειά.

Οι συγκάτοικοι μπορεί να μην ήταν φανατικοί της καθαριότητας, αλλά ήταν αστέρια στη μαγειρική.


Σάρα. Λισαβόνα


Πηγαίνετε στην αρχή
Πίσω στην κατηγορία Αληθινές Ιστορίες